- έμβαρος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα κατευναζόταν μόνο με τη θυσία παρθένας. Ο Έ. ζήτησε ως αντάλλαγμα να παραχωρηθεί στους απογόνους του η ιερατεία του ναού αυτού. Όταν η πρότασή του έγινε δεκτή, θυσίασε μια κατσίκα μεταμφιεσμένη σε παρθένα με τα φορέματα της κόρης του. Ωστόσο, άλλη εκδοχή αναφέρει πως θυσίασε πραγματικά την κόρη του, επιθυμώντας να αποκτήσουν οι απόγονοί του την ιερατεία του ναού.
* * *ἔμβαρος, -ον (Α)1. φρόνιμος, γνωστικός2. ηλίθιος, ανόητος3. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό (από θυμό ή μέθη)4. (για γυναίκα) έγκυος.
Dictionary of Greek. 2013.